- εκπολιόρκηση
- [-ις (-εως)] η захват, овладение в результате осады
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκπολιόρκηση — η (AM ἐκπολιόρκησις) η άλωση ή κατάληψη ύστερα από πολιορκία … Dictionary of Greek
ἐκπολιορκήσῃ — ἐκπολιορκήσηι , ἐκπολιόρκησις reduction by siege fem dat sg (epic) ἐκπολιορκέω force a besieged town to surrender aor subj mid 2nd sg ἐκπολιορκέω force a besieged town to surrender aor subj act 3rd sg ἐκπολιορκέω force a besieged town to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρθηση — η / πόρθησις, ήσεως, ΝΑ [πορθώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πορθώ, εκπόρθηση, εκπολιόρκηση, άλωση αρχ. βίαιη αφαίρεση, λεηλασία, αρπαγή … Dictionary of Greek